- ελεεινότητα
- η (ΑΜ ἐλεεινότης)νεοελλ.1. ποταπότητα, αχρειότητα2. πληθ. ελεεινές πράξειςμσν.αθλιότητα, αμαρτωλότητα(ως έκφραση ταπεινοφροσύνης)αρχ.έλεος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελεεινότητα — η 1. αχρειότητα, οικτρή κατάσταση, αισχρότητα. 2. στον πληθ., ελεεινότητες αισχρές πράξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεεινότητα — ἐλεεινότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)